- ξεσπιτωμένος
- η , ο потерявший родной дом, лишённый крова, оставшийся без крова
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αοίκητος — ἀοίκητος, ον (Α) 1. αυτός που δεν κατοικείται από ανθρώπους, ακατοίκητος 2. μη κατοικήσιμος 3. άστεγος, ξεσπιτωμένος 4. φρ. «ποιῶ τινα ἀοίκητον» εξορίζω κάποιον από την πατρίδα του … Dictionary of Greek
ξεσπιτώνω — 1. διώχνω κάποιον με βίαιο, συνήθως, τρόπο από το σπίτι του, αναγκάζω κάποιον να αφήσει το σπίτι του 2. διώχνω κάποιον από την πατρική του εστία, αναγκάζω κάποιον να εγκαταλείψει την πατρίδα του, εκπατρίζω 3. (το μέσ.) ξεσπιτώνομαι αλλάζω τόπο… … Dictionary of Greek
ξεσπιτώνομαι — ξεσπιτώνομαι, ξεσπιτώθηκα, ξεσπιτωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεσπιτώνω — ξεσπίτωσα, ξεσπιτώθηκα, ξεσπιτωμένος 1. διώχνω κάποιον από το σπίτι του, τον αναγκάζω να φύγει, του κάνω έξωση: Ξεσπίτωσε ολόκληρη οικογένεια μέσα στο χειμώνα για να πάρει μεγαλύτερο νοίκι. 2. το μέσ., ξεσπιτώνομαι εγκαταλείπω το σπίτι μου, παύω… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)